- μπονάτσα
- dinginlik (deniz), sükünet
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μπονάτσα — μπονάτσα, η μπουνάτσα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπονάτσα — η βλ. μπουνάτσα … Dictionary of Greek
μπουνάτσα — και μπονάτσα, η νηνεμία, άπνοια, γαλήνη, ιδίως τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bonazza «καλοσύνη»] … Dictionary of Greek
μπουνάτσα — μπουνάτσα, η και μπονάτσα, η (λ. ιταλ.), γαλήνη της θάλασσας, νηνεμία: Βγήκαμε για βαρκάδα με μπουνάτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)